Γυναικεία Νυφική Φορεσιά Ασπροπύργου με τα Βελούδινα ή Κεντητά
Ο πρώτος πυρήνας κατοίκων που δημιούργησε το νέο χωριό προέρχονταν από τη Χασ(ι)ά
(σημερινή Φυλή) γι’ αυτό και αρχικά ονομάζονταν Καλύβια της Χασάς. Η πρώτη φορεσιά των κατοίκων ήταν η γνωστή ως φορεσιά της Αττικής, η λεγόμενη «Γρίζα». Με τη φορεσιά αυτή που επικρατεί στα περισσότερα χωριά της Αττικής έχουν ασχοληθεί διεξοδικά πολλοί μέχρι σήμερα,
μιας και στον τόπο τους εξακολουθούσε ο ίδιος τύπος φορεσιάς ώσπου άρχισε σταδιακά να απλοποιείται και να εγκαταλείπεται, με την είσοδο της ευρωπαϊκής μόδας , κάτι που συνέβη
με τις παραδοσιακές φορεσιές όλων των περιοχών της Ελλάδας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώνεται στον Ασπρόπυργο μια διαφορετική φορεσιά, η οποία
διατηρεί κάποια από τα στοιχεία της προγενέστερης, (κυρίως τα κοσμήματα και επιμέρους εξαρτήματα), και είναι έντονα επηρεασμένη από τη φορεσιά των κοντινότερων γειτόνων της, των Κουντουριωτών (Ελευσίνα, Μαγούλα, Μάνδρα). Ο τύπος αυτός της ασπροπυργιώτικης φορεσιάς είναι μοναδικός σε όλη την Αττική και ως εκ τούτου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Αναλυτικά η φορεσιά αυτή, γνωστή ως "τα βελούδινα" ή "τα κεντητά",
αποτελείται από τα παρακάτω εξαρτήματα:
(σημερινή Φυλή) γι’ αυτό και αρχικά ονομάζονταν Καλύβια της Χασάς. Η πρώτη φορεσιά των κατοίκων ήταν η γνωστή ως φορεσιά της Αττικής, η λεγόμενη «Γρίζα». Με τη φορεσιά αυτή που επικρατεί στα περισσότερα χωριά της Αττικής έχουν ασχοληθεί διεξοδικά πολλοί μέχρι σήμερα,
μιας και στον τόπο τους εξακολουθούσε ο ίδιος τύπος φορεσιάς ώσπου άρχισε σταδιακά να απλοποιείται και να εγκαταλείπεται, με την είσοδο της ευρωπαϊκής μόδας , κάτι που συνέβη
με τις παραδοσιακές φορεσιές όλων των περιοχών της Ελλάδας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώνεται στον Ασπρόπυργο μια διαφορετική φορεσιά, η οποία
διατηρεί κάποια από τα στοιχεία της προγενέστερης, (κυρίως τα κοσμήματα και επιμέρους εξαρτήματα), και είναι έντονα επηρεασμένη από τη φορεσιά των κοντινότερων γειτόνων της, των Κουντουριωτών (Ελευσίνα, Μαγούλα, Μάνδρα). Ο τύπος αυτός της ασπροπυργιώτικης φορεσιάς είναι μοναδικός σε όλη την Αττική και ως εκ τούτου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Αναλυτικά η φορεσιά αυτή, γνωστή ως "τα βελούδινα" ή "τα κεντητά",
αποτελείται από τα παρακάτω εξαρτήματα:
ΒΡΑΚΙ
Βαμβακερό σαν βερμούδα με κομμάτια υφάσματος ανάμεσα στα σκέλια για άνεση στην κίνηση. Έδενε στη μέση με υφασμάτινες λωρίδες.
ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ «Κ’ ΜΙΣ»
Μακρύ αμάνικο υφαντό βαμβακερό πουκάμισο άσπρου χρώματος.
Βαμβακερό σαν βερμούδα με κομμάτια υφάσματος ανάμεσα στα σκέλια για άνεση στην κίνηση. Έδενε στη μέση με υφασμάτινες λωρίδες.
ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ «Κ’ ΜΙΣ»
Μακρύ αμάνικο υφαντό βαμβακερό πουκάμισο άσπρου χρώματος.
ΜΙΣΟΦΟΡΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ (ΜΙΣΟΦΟΡ’ Ι’ ΜΠΑΡΔ’)
Ήταν μία φούστα πιο παλιά υφαντή και αργότερα βαμβακερή χασέ που σούρωνε στη μέση με κορδόνι. Είχε άσπρο χρώμα και στολίζονταν με δαντέλα στον ποδόγυρο.
Ήταν μία φούστα πιο παλιά υφαντή και αργότερα βαμβακερή χασέ που σούρωνε στη μέση με κορδόνι. Είχε άσπρο χρώμα και στολίζονταν με δαντέλα στον ποδόγυρο.
ΜΙΣΟΦΟΡΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ «ΚΑΛΟ» (Ι’ ΜΙΡ’)
Φούστα μεταξωτή ανοιχτόχρωμη σε χρώματα εκρού, ζαχαρί, ανοιχτό κίτρινο ή ανοιχτό μπεζ. Σούρωνε στη μέση με κορδόνι και ήταν διακοσμημένη στον ποδόγυρο με δαντέλα. Το σημείο που άρχιζε η δαντέλα το διακοσμούσαν με κορδέλα, διάφορες πούλιες και χάντρες. Πήρε τη θέση που είχε το φούντι. Η άποψη ότι αντικαταστάθηκε από το μεταξωτό μισοφόρι λόγω κλιματολογικών συνθηκών δηλαδή διαφοράς κλίματος Χασιάς και Ασπροπύργου, μάλλον δεν ευσταθεί. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στις δαπάνες για τις κλωστές, στο χρόνο για να κεντηθεί το φούντι, αλλά και στις επιρροές τους από τις γειτονικές περιοχές.
Φούστα μεταξωτή ανοιχτόχρωμη σε χρώματα εκρού, ζαχαρί, ανοιχτό κίτρινο ή ανοιχτό μπεζ. Σούρωνε στη μέση με κορδόνι και ήταν διακοσμημένη στον ποδόγυρο με δαντέλα. Το σημείο που άρχιζε η δαντέλα το διακοσμούσαν με κορδέλα, διάφορες πούλιες και χάντρες. Πήρε τη θέση που είχε το φούντι. Η άποψη ότι αντικαταστάθηκε από το μεταξωτό μισοφόρι λόγω κλιματολογικών συνθηκών δηλαδή διαφοράς κλίματος Χασιάς και Ασπροπύργου, μάλλον δεν ευσταθεί. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στις δαπάνες για τις κλωστές, στο χρόνο για να κεντηθεί το φούντι, αλλά και στις επιρροές τους από τις γειτονικές περιοχές.
ΤΡΑΧΗΛΙΑ (ΣΑΛΙΑΡΕ)
Είναι ένα τετράγωνο χασεδένιο ύφασμα στολισμένο με δαντέλες στη μέση. Άλλες φορές αντί για τραχηλιά εσωτερικά φορούσαν ένα πουκάμισο με μακριά μανίκια κι αυτό χασεδένιο και διακοσμημένο στο στήθος με διάφορες δαντέλες και σχέδια.
Είναι ένα τετράγωνο χασεδένιο ύφασμα στολισμένο με δαντέλες στη μέση. Άλλες φορές αντί για τραχηλιά εσωτερικά φορούσαν ένα πουκάμισο με μακριά μανίκια κι αυτό χασεδένιο και διακοσμημένο στο στήθος με διάφορες δαντέλες και σχέδια.
ΤΖΑΚΟΣ Ή ΚΑΜΙΖΟΛΑ
Είναι ένα είδος γιλέκου, ανοιχτό στο στήθος σε σχήμα πετάλου, από βελούδινο βυσσινί φοδραρισμένο ύφασμα. Έχει πλούσιο κέντημα στα μανίκια από χρυσό κορδονέτο, πούλιες και χάντρες. Κέντημα έχει και περιμετρικά στο μπροστινό του μέρος. Στις άκρες των μανικιών είχε δαντέλα ενώ στο πίσω μέρος του, που το κάλυπτε το σιγκούνι, είχε, αντί για βελούδο, κομμάτι
από άλλο απλό ύφασμα. Κατασκευάζονταν από ειδικούς για τα χρυσοκεντήματα αυτά τεχνίτες τους γνωστούς ως «τερζήδες». Στα τελευταία χρόνια, το κέντημα της καμιζόλας το έκαναν
παραγγελία σε ειδικές κεντήστρες του χωριού.
Είναι ένα είδος γιλέκου, ανοιχτό στο στήθος σε σχήμα πετάλου, από βελούδινο βυσσινί φοδραρισμένο ύφασμα. Έχει πλούσιο κέντημα στα μανίκια από χρυσό κορδονέτο, πούλιες και χάντρες. Κέντημα έχει και περιμετρικά στο μπροστινό του μέρος. Στις άκρες των μανικιών είχε δαντέλα ενώ στο πίσω μέρος του, που το κάλυπτε το σιγκούνι, είχε, αντί για βελούδο, κομμάτι
από άλλο απλό ύφασμα. Κατασκευάζονταν από ειδικούς για τα χρυσοκεντήματα αυτά τεχνίτες τους γνωστούς ως «τερζήδες». Στα τελευταία χρόνια, το κέντημα της καμιζόλας το έκαναν
παραγγελία σε ειδικές κεντήστρες του χωριού.
Πλούσια κεντήματα στα μανίκια διαφορετικών τζάκων
Μπρος και πίσω όψη τζάκων. Διακρίνεται το άνοιγμα σε σχήμα πετάλου και το περιμετρικό κέντημα στην μπροστινή όψη καθώς και η υφασμάτινη πλάτη στην πίσω όψη
ΓΚΟΥΝΑ Ή ΣΙΓΚΟΥΝΑ Ή «ΡΟΥΧΟ»
Ήταν ένα είδος αμάνικου γιλέκου που κατασκευάζονταν με άσπρη τσόχα από ειδικούς τεχνίτες-ραφτάδες. Γύρω γύρω ήταν στολισμένο με μια λωρίδα από βυσσινί βελούδο ύφασμα κεντημένη από ειδικές κεντήστρες του χωριού ή και από τις ίδιες τις γυναίκες με κίτρινες και άσπρες κλωστές. Τα σχέδιά τους απεικόνιζαν κυρίως φυτά και λουλούδια τα οποία στολίζονταν με πούλιες και χάντρες. Στο τελείωμα έραβαν διπλές σειρές από χρυσά ή κίτρινα σειρήτια.
Ήταν ένα είδος αμάνικου γιλέκου που κατασκευάζονταν με άσπρη τσόχα από ειδικούς τεχνίτες-ραφτάδες. Γύρω γύρω ήταν στολισμένο με μια λωρίδα από βυσσινί βελούδο ύφασμα κεντημένη από ειδικές κεντήστρες του χωριού ή και από τις ίδιες τις γυναίκες με κίτρινες και άσπρες κλωστές. Τα σχέδιά τους απεικόνιζαν κυρίως φυτά και λουλούδια τα οποία στολίζονταν με πούλιες και χάντρες. Στο τελείωμα έραβαν διπλές σειρές από χρυσά ή κίτρινα σειρήτια.
ΠΟΔΙΑ (ΠΟΔΕΑ)
Φτιάχνονταν κι αυτή από βελούδο βυσσινί ύφασμα και κάλυπτε το μπροστινό μέρος του μισοφοριού. Την κεντούσαν στο τελάρο ειδικές κεντήστρες ή και οι ίδιες οι γυναίκες με διάφορα σχέδια, κυρίως κλάρες με λουλούδια. Χρησιμοποιούσαν χρωματιστές κλωστές και διακοσμούσαν τα σχέδια με χάντρες και πούλιες. Πολλές φορές συνήθιζαν να ράβουν πάνω στην ποδιά τα αρχικά του ονόματός της κοπέλας στην οποία ανήκε. Ο γύρος, το τελείωμα δηλαδή της ποδιάς στολίζονταν ολόγυρα με δαντέλα. Σπανιότερα κάποια ποδιά μπορεί να ήταν κεντημένη ολόγυρα με χρυσή κλωστή αλλά με πολύ περιορισμένο σε έκταση κέντημα. Επίσης απαντώνται και ποδιές κεντημένες σε γκρο ύφασμα, καφέ ανοιχτής απόχρωσης και με την ίδια λογική με την οποία κεντιέται η πλούσια σε σχέδια βυσσινί βελούδινη ποδιά.
Φτιάχνονταν κι αυτή από βελούδο βυσσινί ύφασμα και κάλυπτε το μπροστινό μέρος του μισοφοριού. Την κεντούσαν στο τελάρο ειδικές κεντήστρες ή και οι ίδιες οι γυναίκες με διάφορα σχέδια, κυρίως κλάρες με λουλούδια. Χρησιμοποιούσαν χρωματιστές κλωστές και διακοσμούσαν τα σχέδια με χάντρες και πούλιες. Πολλές φορές συνήθιζαν να ράβουν πάνω στην ποδιά τα αρχικά του ονόματός της κοπέλας στην οποία ανήκε. Ο γύρος, το τελείωμα δηλαδή της ποδιάς στολίζονταν ολόγυρα με δαντέλα. Σπανιότερα κάποια ποδιά μπορεί να ήταν κεντημένη ολόγυρα με χρυσή κλωστή αλλά με πολύ περιορισμένο σε έκταση κέντημα. Επίσης απαντώνται και ποδιές κεντημένες σε γκρο ύφασμα, καφέ ανοιχτής απόχρωσης και με την ίδια λογική με την οποία κεντιέται η πλούσια σε σχέδια βυσσινί βελούδινη ποδιά.
Βελούδινες ποδιές πλούσια κεντημένες με χρωματιστές κλωστές στις οποίες
διακρίνονται τα αρχικά του ονόματος της κοπέλας
διακρίνονται τα αρχικά του ονόματος της κοπέλας
Στα αριστερά, ποδιά με λίγο χρυσό κέντημα
και στα δεξιά ποδιά από γκρο
ύφασμα κεντημένη με πολύχρωμες κλωστές
ύφασμα κεντημένη με πολύχρωμες κλωστές
ΠΡΕΣΚΟΥΛΙΑ
Είναι ένα σύστημα από μικρά κοτσιδάκια καφέ ή βυσσινί φτιαγμένα από μεταξωτό μπρισίμι. Τα τοποθετούσαν πάνω στο σιγκούνι στην πλάτη και φαίνονταν κάτω από το μαντήλι.
Είναι ένα σύστημα από μικρά κοτσιδάκια καφέ ή βυσσινί φτιαγμένα από μεταξωτό μπρισίμι. Τα τοποθετούσαν πάνω στο σιγκούνι στην πλάτη και φαίνονταν κάτω από το μαντήλι.
Ο ΚΕΦΑΛΟΔΕΣΜΟΣ
Πριν μιλήσουμε για τον κεφαλόδεσμο θα πρέπει να αναφερθούμε στο χτένισμα των μαλλιών, τα οποία έκαναν χωρίστρα στη μέση και τα έπλεκαν σε δύο μεγάλες κοτσίδες που τις άφηναν να πέφτουν ελεύθερα πίσω στην πλάτη. Τα διατηρούσαν πάντα καθαρά και λαμπερά, επειδή τα έπλεναν κάθε εβδομάδα με αλυσίβα και μετά τα ξέβγαζαν με νερό στο οποίο προηγουμένως είχαν ρίξει ξύδι. Όταν οι γυναίκες περνούσαν τα σαράντα τους χρόνια άλλαζαν τον τρόπο χτενίσματός τους και μάζευαν τα μαλλιά τους στεφάνι. Γνωστό είναι το τραγούδι που λέει:
«Ντο τα πρες κοτσίδετ’ τ’ τα βρ-βιν γκα σκίντετ’»
Α) ΤΣΕΜΠΕΡΙ Ήταν ένα βαμβακερό μαντίλι σε σκούρο καφέ - κόκκινο χρώμα που φοριόταν εσωτερικά με σκοπό πάνω σ’ αυτό να στηριχτεί το εξωτερικό μαντίλι του κεφαλόδεσμου. Μέσα σ’ αυτό διπλωνόταν ένα κυλινδρικό κορδόνι από τσόχα, το «ρέδι», το οποίο εφάρμοζε στο κεφάλι πάνω από το μέτωπο. Μ’ αυτόν τον τρόπο στερεωνόταν καλύτερα το μαντίλι και δεν κολλούσε πάνω στα μαλλιά.
Β) ΜΑΝΤΙΛΙ
Ήταν ένα μεταξωτό λουλουδάτο σταμπωτό μαντίλι από ύφασμα «πονζέ» (είδος ελαφριού μεταξωτού υφάσματος), το οποίο αποκαλούσαν «καλέμ κερί». Αποτελεί απομεινάρι της παλιάς φορεσιάς στην οποία παρόμοιο μαντίλι φοριέται μέσα από τη μπόλια. Τα μαντίλια αυτά τα έφτιαχναν στο Μενίδι. Γύρω-γύρω, στο τελείωμά του είχε ένα, τρία ή πέντε αζούρ (αζούρια). Ήταν διπλωμένο τρίγωνο και εκεί που γινόταν το δίπλωμα αλλά και περιμετρικά στο πίσω μέρος του στολίζονταν κάποιες φορές με χρυσή δαντέλα.
Από τα πρώτα σχεδόν χρόνια του μεσοπολέμου το σταμπωτό μαντίλι αντικαταστάθηκε από μονόχρωμο μεταξωτό κιτρινωπό μαντίλι το οποίο επειδή είχε το χρώμα του «κρόκου» το ονόμαζαν «ζαμφορά» ή «ζαφορά». Διπλώνονταν τρίγωνο και στο δίπλωμά του στολίζονταν από πολύ ψιλή δαντέλα φτιαγμένη με το βελονάκι τη «μπιρμπίλα». Το δέσιμό του διέφερε από το σταμπωτό μαντίλι. Το έδεναν κόμπο μπροστά στο λαιμό και περνούσαν τις άκρες του μέσα από το μανταλιό. Ένα στιχάκι στο οποίο αναφέρεται το παραπάνω μαντίλι είναι το εξής:
«Ντάλε ντάλε ντάλε ντάλε, ζαμφορά μαντίλι βάλε»
Πριν μιλήσουμε για τον κεφαλόδεσμο θα πρέπει να αναφερθούμε στο χτένισμα των μαλλιών, τα οποία έκαναν χωρίστρα στη μέση και τα έπλεκαν σε δύο μεγάλες κοτσίδες που τις άφηναν να πέφτουν ελεύθερα πίσω στην πλάτη. Τα διατηρούσαν πάντα καθαρά και λαμπερά, επειδή τα έπλεναν κάθε εβδομάδα με αλυσίβα και μετά τα ξέβγαζαν με νερό στο οποίο προηγουμένως είχαν ρίξει ξύδι. Όταν οι γυναίκες περνούσαν τα σαράντα τους χρόνια άλλαζαν τον τρόπο χτενίσματός τους και μάζευαν τα μαλλιά τους στεφάνι. Γνωστό είναι το τραγούδι που λέει:
«Ντο τα πρες κοτσίδετ’ τ’ τα βρ-βιν γκα σκίντετ’»
Α) ΤΣΕΜΠΕΡΙ Ήταν ένα βαμβακερό μαντίλι σε σκούρο καφέ - κόκκινο χρώμα που φοριόταν εσωτερικά με σκοπό πάνω σ’ αυτό να στηριχτεί το εξωτερικό μαντίλι του κεφαλόδεσμου. Μέσα σ’ αυτό διπλωνόταν ένα κυλινδρικό κορδόνι από τσόχα, το «ρέδι», το οποίο εφάρμοζε στο κεφάλι πάνω από το μέτωπο. Μ’ αυτόν τον τρόπο στερεωνόταν καλύτερα το μαντίλι και δεν κολλούσε πάνω στα μαλλιά.
Β) ΜΑΝΤΙΛΙ
Ήταν ένα μεταξωτό λουλουδάτο σταμπωτό μαντίλι από ύφασμα «πονζέ» (είδος ελαφριού μεταξωτού υφάσματος), το οποίο αποκαλούσαν «καλέμ κερί». Αποτελεί απομεινάρι της παλιάς φορεσιάς στην οποία παρόμοιο μαντίλι φοριέται μέσα από τη μπόλια. Τα μαντίλια αυτά τα έφτιαχναν στο Μενίδι. Γύρω-γύρω, στο τελείωμά του είχε ένα, τρία ή πέντε αζούρ (αζούρια). Ήταν διπλωμένο τρίγωνο και εκεί που γινόταν το δίπλωμα αλλά και περιμετρικά στο πίσω μέρος του στολίζονταν κάποιες φορές με χρυσή δαντέλα.
Από τα πρώτα σχεδόν χρόνια του μεσοπολέμου το σταμπωτό μαντίλι αντικαταστάθηκε από μονόχρωμο μεταξωτό κιτρινωπό μαντίλι το οποίο επειδή είχε το χρώμα του «κρόκου» το ονόμαζαν «ζαμφορά» ή «ζαφορά». Διπλώνονταν τρίγωνο και στο δίπλωμά του στολίζονταν από πολύ ψιλή δαντέλα φτιαγμένη με το βελονάκι τη «μπιρμπίλα». Το δέσιμό του διέφερε από το σταμπωτό μαντίλι. Το έδεναν κόμπο μπροστά στο λαιμό και περνούσαν τις άκρες του μέσα από το μανταλιό. Ένα στιχάκι στο οποίο αναφέρεται το παραπάνω μαντίλι είναι το εξής:
«Ντάλε ντάλε ντάλε ντάλε, ζαμφορά μαντίλι βάλε»
Γ) ΜΠΟΛΙΑ
Κάποιες γυναίκες την ημέρα του γάμου μπορεί αντί για μαντίλι να φορούσαν μπόλια. Αποτελεί και αυτή απομεινάρι της παλιάς φορεσιάς. Ήταν μεταξωτή και στο τελείωμά της είχε δαντέλα, συνήθως χρυσή. Φοριόταν κατά τον ίδιο τρόπο που φοριόταν και το σταμπωτό μαντίλι.
Κάποιες γυναίκες την ημέρα του γάμου μπορεί αντί για μαντίλι να φορούσαν μπόλια. Αποτελεί και αυτή απομεινάρι της παλιάς φορεσιάς. Ήταν μεταξωτή και στο τελείωμά της είχε δαντέλα, συνήθως χρυσή. Φοριόταν κατά τον ίδιο τρόπο που φοριόταν και το σταμπωτό μαντίλι.
Δ) ΞΕΛΙΤΣΙ
Ήταν επιμετώπιο νυφικό κόσμημα από βυσσινί βελούδο ύφασμα που προς τα πάνω σχηματίζει οδοντωτό τελείωμα. Στο βελούδινο μέρος του ήταν στολισμένο με χρυσά γαϊτάνια, χάντρες και πούλιες. Το κομμάτι αυτό ήταν τοποθετημένο πάνω σε τσόχα ή βελούδο που στο πίσω μέρος του είχε χαρτόνι για να γίνεται σκληρό. Φοριέται πάνω στο τσεμπέρι, χαμηλά στο μέτωπο. Στο κάτω μέρος του κρέμονταν φλουριά. Μπορούσε να φορεθεί σε συνδυασμό με το σταμπωτό
μαντίλι ή τη μπόλια.
Ήταν επιμετώπιο νυφικό κόσμημα από βυσσινί βελούδο ύφασμα που προς τα πάνω σχηματίζει οδοντωτό τελείωμα. Στο βελούδινο μέρος του ήταν στολισμένο με χρυσά γαϊτάνια, χάντρες και πούλιες. Το κομμάτι αυτό ήταν τοποθετημένο πάνω σε τσόχα ή βελούδο που στο πίσω μέρος του είχε χαρτόνι για να γίνεται σκληρό. Φοριέται πάνω στο τσεμπέρι, χαμηλά στο μέτωπο. Στο κάτω μέρος του κρέμονταν φλουριά. Μπορούσε να φορεθεί σε συνδυασμό με το σταμπωτό
μαντίλι ή τη μπόλια.
ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ
Α) ΓΚΙΡΝΤΑΝΙ Ή ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ
Ασημένιο ή επιχρυσωμένο σπονδυλωτό κόσμημα του λαιμού. Ήταν φτιαγμένο από 11 ή 13 μικρά ελάσματα σε διάφορα σχήματα και στολισμένο με χρωματιστές πέτρες. Στο κάτω μέρος του κρέμονταν φλουριά ή επιχρυσωμένα κέρματα που αρχικά ήταν αληθινά και αργότερα αντικαταστάθηκαν από ψεύτικα. Στη μέση του γκιρντανιού κρέμονταν μια ρομβοειδής ντούμπλα στολισμένη κι αυτή με χρωματιστές πέτρες και φλουριά.
Α) ΓΚΙΡΝΤΑΝΙ Ή ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ
Ασημένιο ή επιχρυσωμένο σπονδυλωτό κόσμημα του λαιμού. Ήταν φτιαγμένο από 11 ή 13 μικρά ελάσματα σε διάφορα σχήματα και στολισμένο με χρωματιστές πέτρες. Στο κάτω μέρος του κρέμονταν φλουριά ή επιχρυσωμένα κέρματα που αρχικά ήταν αληθινά και αργότερα αντικαταστάθηκαν από ψεύτικα. Στη μέση του γκιρντανιού κρέμονταν μια ρομβοειδής ντούμπλα στολισμένη κι αυτή με χρωματιστές πέτρες και φλουριά.
Β) ΜΑΝΤΑΛΙΟ
Αποτελείται από τρεις λωρίδες από μεταξωτό κιτρινωπό ύφασμα, πλάτους δέκα εκατοστών περίπου, πάνω στις οποίες ράβονταν φλουριά ή επιχρυσωμένα κέρματα που αρχικά ήταν αληθινά και αργότερα αντικαταστάθηκαν από ψεύτικα. Στο κάτω μέρος τους όλες μαζί κατέληγαν σε έναν μεγάλο φιόγκο από το ίδιο ύφασμα. Ο φιόγκος στη μέση του στολίζονταν από κάποιο νόμισμα ή μια «ντούμπλα», κόσμημα στολισμένο με χρωματιστές πέτρες. Φοριόταν κατακόρυφα μπροστά στο στήθος και κάλυπτε το πάνω μέρος της ποδιάς.
Αποτελείται από τρεις λωρίδες από μεταξωτό κιτρινωπό ύφασμα, πλάτους δέκα εκατοστών περίπου, πάνω στις οποίες ράβονταν φλουριά ή επιχρυσωμένα κέρματα που αρχικά ήταν αληθινά και αργότερα αντικαταστάθηκαν από ψεύτικα. Στο κάτω μέρος τους όλες μαζί κατέληγαν σε έναν μεγάλο φιόγκο από το ίδιο ύφασμα. Ο φιόγκος στη μέση του στολίζονταν από κάποιο νόμισμα ή μια «ντούμπλα», κόσμημα στολισμένο με χρωματιστές πέτρες. Φοριόταν κατακόρυφα μπροστά στο στήθος και κάλυπτε το πάνω μέρος της ποδιάς.
Γ)ΚΟΡΔΟΝΙ
Είναι κόσμημα της παλιάς φορεσιάς το οποίο αντικαταστάθηκε από το μανταλιό. Παρόλα αυτά δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς κι έτσι κάποιες γυναίκες αντί για μανταλιό μπορεί να φορούσαν κορδόνι.
Φοριέται μπροστά στο στήθος και αποτελείται από εφτά διαφορετικού μήκους αλυσίδες, που όλες μαζί ενώνονται στους γάντζους με τους οποίους στερεώνεται το κόσμημα στους ώμους. Η πρώτη αλυσίδα είναι σκέτη ενώ οι υπόλοιπες είναι διακοσμημένες με φλουριά ή νομίσματα και στο μέσον τους κρέμεται μία ντούμπλα (περίτεχνος ρόδακας διακοσμημένος με πολύχρωμες πέτρες).
Είναι κόσμημα της παλιάς φορεσιάς το οποίο αντικαταστάθηκε από το μανταλιό. Παρόλα αυτά δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς κι έτσι κάποιες γυναίκες αντί για μανταλιό μπορεί να φορούσαν κορδόνι.
Φοριέται μπροστά στο στήθος και αποτελείται από εφτά διαφορετικού μήκους αλυσίδες, που όλες μαζί ενώνονται στους γάντζους με τους οποίους στερεώνεται το κόσμημα στους ώμους. Η πρώτη αλυσίδα είναι σκέτη ενώ οι υπόλοιπες είναι διακοσμημένες με φλουριά ή νομίσματα και στο μέσον τους κρέμεται μία ντούμπλα (περίτεχνος ρόδακας διακοσμημένος με πολύχρωμες πέτρες).
Δ)ΜΠΕΖΕΛΙΤΣΕΣ Ή ΜΠΕΖΕΛΙΚΙΑ
Ήταν βραχιόλια της νυφικής φορεσιάς τα οποία πήγαιναν ζευγάρι. Η κάθε μπεζελίτσα αποτελείται από μια στρογγυλή πλάκα χρυσή ή επίχρυση η οποία χωρίζεται στα δύο για να μπαίνει στο χέρι και στη συνέχεια ενώνεται δηλαδή κουμπώνει. Είναι διακοσμημένη με περίτεχνα σχέδια και πολύχρωμα μικρά πετράδια. Λεπτές σειρές από αλυσίδες, συνήθως εννιά, συνέδεαν τις δύο πλευρές της πλάκας μεταξύ τους.
Ήταν βραχιόλια της νυφικής φορεσιάς τα οποία πήγαιναν ζευγάρι. Η κάθε μπεζελίτσα αποτελείται από μια στρογγυλή πλάκα χρυσή ή επίχρυση η οποία χωρίζεται στα δύο για να μπαίνει στο χέρι και στη συνέχεια ενώνεται δηλαδή κουμπώνει. Είναι διακοσμημένη με περίτεχνα σχέδια και πολύχρωμα μικρά πετράδια. Λεπτές σειρές από αλυσίδες, συνήθως εννιά, συνέδεαν τις δύο πλευρές της πλάκας μεταξύ τους.
ΟΙ ΚΑΛΤΣΕΣ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΙΚΕΣ
Τις κάλτσες που τις ονόμαζαν «τσουρέπ» τις έφτιαχναν από άσπρο μαλλί, κλωσμένο και πλεγμένο από τις ίδιες. Γρήγορα όμως κατήργησαν τις μάλλινες κάλτσες και αγόρασαν έτοιμες από την αγορά της Αθήνας. Οι αγοραστές αυτές άσπρες κάλτσες «τσουρέπ’ εμπάρδ’» ήταν μακριές και έφταναν ως το γόνατο. Φορούσαν δετά παπούτσια και αργότερα από λουστρίνι, αγορασμένα από την Αθήνα.
Τις κάλτσες που τις ονόμαζαν «τσουρέπ» τις έφτιαχναν από άσπρο μαλλί, κλωσμένο και πλεγμένο από τις ίδιες. Γρήγορα όμως κατήργησαν τις μάλλινες κάλτσες και αγόρασαν έτοιμες από την αγορά της Αθήνας. Οι αγοραστές αυτές άσπρες κάλτσες «τσουρέπ’ εμπάρδ’» ήταν μακριές και έφταναν ως το γόνατο. Φορούσαν δετά παπούτσια και αργότερα από λουστρίνι, αγορασμένα από την Αθήνα.
ΚΑΛΙΚΕΣ
Εκτός από τα παπούτσια φορούσαν τις επίσημες μέρες τις καλίκες. Ήταν παντόφλες χωρίς φτέρνα, βελούδινες και στολισμένες με όμορφα χρυσοκεντήματα φτιαγμένα στο τελάρο και γι΄αυτό το λόγο τις ονόμαζαν «καλίκε κεντήσουρα»
Εκτός από τα παπούτσια φορούσαν τις επίσημες μέρες τις καλίκες. Ήταν παντόφλες χωρίς φτέρνα, βελούδινες και στολισμένες με όμορφα χρυσοκεντήματα φτιαγμένα στο τελάρο και γι΄αυτό το λόγο τις ονόμαζαν «καλίκε κεντήσουρα»